αλλοτροπισμός

αλλοτροπισμός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αλλοτροπισμός" в других словарях:

  • αλλοτροπισμός — ο Χημ. η μετατροπή μιας αλλοτροπικής μορφής, ενός στοιχείου ή μιας ενώσεως, σε μια άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. allotropism < allo (πρβλ. αλλο ) + tropism (πρβλ. τροπισμός)] …   Dictionary of Greek

  • αλλότροπος — η, ο (Α ἀλλότροπος, ον) αυτός που εμφανίζεται κατ άλλο τρόπο, ασυνήθιστος, παράδοξος, αλλόκοτος ΙΙ επίρρ. ἀλλοτρόπως με άλλο, με διαφορετικό τρόπο, ποικιλοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + τρόπος. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀλλοτροπία νεοελλ. αλλοτροπικός,… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτροπία — αλλοτροπία, η και αλλοτροπισμός, ο (χημ.), η ιδιότητα μερικών στοιχείων να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές (πολυμορφισμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»